Το Μοιρολόι της Παναγίας

Το Μοιρολόι της Παναγίας (ή Κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής, όπως αναφέρεται σε άλλες περιοχές) είναι ένα μακροσκελές στιχούργημα, που περιγράφει το μαρτύριο του Χριστού προς τον σταυρικό θάνατό μέσα από τα μάτια της μητέρας Του, της Παναγίας. Το Μοιρολόι της Παναγίας συναντάται σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, με μικρές διαφορές ως προς την μελωδία του, τη δομή του, τη φόρμα του.
Στον Κυνήδαρο, το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, μετά την αποκαθήλωση και μέχρι την τελετή του εσπερινού, μικροί και μεγάλοι πηγαίνουν στην εκκλησία και μοιρολογούν τον ενταφιασθέντα Χριστό παρακαθήμενοι γύρω από τον Επιτάφιο. Επικρατεί έντονη συγκίνηση και είναι μια στιγμή έντονης εσωτερικής αναζήτησης. Καθ' όλη τη διάρκεια της Μεγάλης Παρασκευής, χωριανοί φέρνουν στην εκκλησία δίσκους με ξηρούς καρπούς, όπως σύκα, αμύγδαλα, καρύδια. Οι καμπάνες στο χωριό χτυπούν πένθιμα. Το βράδυ στον Εσπερινό ψάλλονται τα Εγκώμια και πραγματοποιείται η περιφορά του Επιταφίου. Όλο το χωριό ετοιμάζεται σε κατανυκτικό κλίμα για την Ανάσταση.


Νέοι και Νέες στον προαύλιο του Άη-Γιώργη, μετά τον στολισμό του Επιταφίου, το πρωί της Μ.Παρασκευής, όπως συνηθιζόταν παλαιότερα στον Κυνήδαρο. (1989)
Φωτ. Αρχείο Ιακ.Τσελέντη



"ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ"
(από το ανάτυπο "Το Δημοτικό Τραγούδι εις τον Κινίδαρον Νάξου", Ν.Κεφαλληνιάδη)


Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα εσταυρώσανε των πάντων βασιλέα,
σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι.
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρις καταραμένοι.
Ο Κύριος ηθέλησε νά μπει στο περιβόλι,
να λάβει δείπνο μυστικό για να το λάβουν όλοι,
η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
την προσευχή της έκανε για τον Μονογενή της,
φωνή ηκούσθη εξ ουρανού κι απ' Αρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν, Κερά μου, οι προσευχές, φτάνουν και οι μετάνοιες,
τον γιο σου τον επιάσανε και στον Χαλκιά τον πάνε,
σαν κλέφτη τον επιάσανε και σαν φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τυραννάνε.
-Χαλκιά, Χαλκιά, φτιάξε τρία περόνια,
κι εκείνος ο παράνομος βαρεί και φτιάχνει πέντε.
-Εσύ Χαλκιά που τό 'φτιαξες πρέπει να τα διδάξεις.
-Βάλε τα δυο στα χέρια σου και τ' άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό να μπήξει στην καρδιά του,
να τρέξει αίμα και νερό από τα σωθικά του.
Κι η Παναγιά σαν τ' άκουσε, έπεσε και 'λιγώθη,
σταμνιά νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
και τρία με ροδόσταμο για να ΄ρθει ο λογισμός της.
Και σαν της ήρθ' ο λογισμός και σαν της ήρθ' ο νους της,
ζητά μαχαίρι να σφαγεί, φωτιά να πέσει μέσα
ζητά γκρεμό να γκρεμνιστεί για τον Μονογενή της.
-Κυρά μ', αν γκρεμνιστείς εσύ, γκρεμνιέτ' ο κόσμος όλος,
γκρεμνιούντ' οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες,
γκρεμνιόνται κι οι καλόπαντρες για τους καλούς των άντρες.
Η Μάρθα, η Μαγδαληνή και του Λαζάρ' η μάνα
και Ιακώβου αδελφή κι οι τέσσερις αντάμα,
επήραν το στρατί, στρατί, στρατί το μονοπάτι,
το μονοπάτι τσ' έβγαλε εις του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου
κι η πόρτα απ' τον φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηρά ζερβά, τηρά δεξά, κανένα δε γνωρίζει,
τηρά και δεξιότερα, βλέπει τον Άη-Γιάννη.
-Άη μου Γιάννη, Πρόδρομε και βαπτιστά του γιου μου,
μην είδες τον υιοκα μου και σύ το Δάσκαλό σου;
-Ποιος έχει στόμα να σου πεί, γλώσσα να σου λαλήσει,
ποιος έχει χεροπάλαμο, για να σου τονε δείξει;
-Έχεις και στόμα να μου πεις, και στόμα να λαλήσεις
έχεις και χεροπάλαμο, για να μου τονε δείξεις.
-Βλέπεις εκείνο τον γυμνό, τον παραπονεμένο,
όπου φορεί πουκάμισο, στο αίμα βουτηγμένο,
όπου φορεί στη κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
εκείνος ειν' ο γιόκας σου κι εμέ ο δασκαλός μου.
Η Παναγιά πλησίασε κοντά τονε ρωτούσε:
-Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δεν μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω μανούλα μου που διάφορο δεν έχεις;
Μόνο το Μέγα Σάββατο, κατά το μεσημέρι,
που θα σημαίνουν τα σπέρνα, να λειτουργούν παπάδες,
τότε κι εσύ μανούλα μου, νά 'χεις χαρές μεγάλες.
αφήγηση Ελένη Κλουβάτου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις